- ἐμφανέστατα
- ἐμφανήςshowing inadverbial superlἐμφανήςshowing inneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμφανεστάτας — ἐμφανεστάτᾱς , ἐμφανής showing in fem acc superl pl ἐμφανεστάτᾱς , ἐμφανής showing in fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
Χάρλοου, Τζορτζ - Χένρι — (Harlow, 1787 – 1819). Άγγλος ζωγράφος. Ήταν ένας από τους ονομαστούς μαθητές του Λόρεντς, του οποίου η επίδραση διακρίνεται εμφανέστατα σε ολόκληρη την καλλιτεχνική του παραγωγή. Ενδιαφέρθηκε κυρίως για ιστορικά θέματα και ασχολήθηκε επίσης και… … Dictionary of Greek